- ὁλόσφυρος
- ὁλόσφυροςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολόσφυρος — (I) ὁλόσφυρος, ον (ΑΜ) ολοσφυρήλατος* μσν. αυτός που αποτελεί μια συμπαγή ολότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφῦρα]. (II) ὁλόσφυρος, ον (Α) αυτός που έχει σφυρά, αστραγάλους οι οποίοι δεν έχουν αποσπαστεί μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφυρόν … Dictionary of Greek
ὁλόσφυρον — ὁλόσφυρος masc/fem acc sg ὁλόσφυρος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοσφύρου — ὁλόσφυρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόσφυρα — ὁλόσφυρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόσφυροι — ὁλόσφυρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek